πανθήρα

πανθήρα
πανθήρᾱ , πανθήρα
whole
fem nom/voc/acc dual
πανθήρᾱ , πανθήρα
whole
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανθήρα — ἡ, Α 1. η λεία τού κυνηγού στο σύνολο της, ολόκληρη η λεία τού κυνηγού 2. μεγάλο δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θήρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • πάνθηρα — πάνθηρ masc acc sg πάνθηρος supporting all animals neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έντουαρντς, Μπλέικ — (Blake Edwards, Οκλαχόμα 1922 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και ηθοποιού Γουίλιαμ Μακ Έντουαρντς (William McEdwards). Είναι γνωστός κυρίως από τις κινηματογραφικές κωμωδίες του Ροζ Πάνθηρα με… …   Dictionary of Greek

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • λυκοπάνθηρος — λυκοπάνθηρος, ὁ (ΑM) ζώο που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και πάνθηρα …   Dictionary of Greek

  • ομάζω — ὁμάζω (Α) (για αρκούδα και για πάνθηρα) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ., ενώ κατ άλλους ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀγκάζω. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το ὅμaδος δεν θεωρείται πιθανή,… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”